κάμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κάμμᾰ τὰ κάμμᾰτ
      γενική τοῦ κάμμᾰτος τῶν καμμᾰ́των
      δοτική τῷ κάμμᾰτ τοῖς κάμμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κάμμᾰ τὰ κάμμᾰτ
     κλητική ! κάμμᾰ κάμμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάμμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  καμμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάμμα < κάπτω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμμα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]