κάμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κάμμᾰ | τὰ | κάμμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κάμμᾰτος | τῶν | καμμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | κάμμᾰτῐ | τοῖς | κάμμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | κάμμᾰ | τὰ | κάμμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κάμμᾰ | κάμμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κάμμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | καμμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάμμα < κάπτω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάμμα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (γλυκό) είδος γλυκίσματος της Σπάρτης το οποίο τυλιγόταν γύρω από φύλλα δάφνης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- κάμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κτῆμα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βλέμμα' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)