κάμπτομαι
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κάμπτομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κάμπτω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | κάμπτομαι | καμπτόμουν(α) | θα κάμπτομαι | να κάμπτομαι | ||
β' ενικ. | κάμπτεσαι | καμπτόσουν(α) | θα κάμπτεσαι | να κάμπτεσαι | (κάμπτου) | |
γ' ενικ. | κάμπτεται | καμπτόταν(ε) | θα κάμπτεται | να κάμπτεται | ||
α' πληθ. | καμπτόμαστε | καμπτόμαστε καμπτόμασταν |
θα καμπτόμαστε | να καμπτόμαστε | ||
β' πληθ. | κάμπτεστε | καμπτόσαστε καμπτόσασταν |
θα κάμπτεστε | να κάμπτεστε | (κάμπτεστε) | |
γ' πληθ. | κάμπτονται | κάμπτονταν καμπτόντουσαν |
θα κάμπτονται | να κάμπτονται | ||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κάμφτηκα | θα καμφτώ | να καμφτώ | καμφτεί | ||
β' ενικ. | κάμφτηκες | θα καμφτείς | να καμφτείς | κάμψου | ||
γ' ενικ. | κάμφτηκε | θα καμφτεί | να καμφτεί | |||
α' πληθ. | καμφτήκαμε | θα καμφτούμε | να καμφτούμε | |||
β' πληθ. | καμφτήκατε | θα καμφτείτε | να καμφτείτε | καμφτείτε | ||
γ' πληθ. | κάμφτηκαν καμφτήκαν(ε) |
θα καμφτούν(ε) | να καμφτούν(ε) | |||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καμφτεί | είχα καμφτεί | θα έχω καμφτεί | να έχω καμφτεί | κεκαμμένος | |
β' ενικ. | έχεις καμφτεί | είχες καμφτεί | θα έχεις καμφτεί | να έχεις καμφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει καμφτεί | είχε καμφτεί | θα έχει καμφτεί | να έχει καμφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καμφτεί | είχαμε καμφτεί | θα έχουμε καμφτεί | να έχουμε καμφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε καμφτεί | είχατε καμφτεί | θα έχετε καμφτεί | να έχετε καμφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καμφτεί | είχαν καμφτεί | θα έχουν καμφτεί | να έχουν καμφτεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάμπτομαι < παθητική φωνή του ρήματος κάμπτω
Ρήμα[επεξεργασία]
κάμπτομαι