κάμψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάμψη | οι | κάμψεις |
γενική | της | κάμψης & κάμψεως |
των | κάμψεων |
αιτιατική | την | κάμψη | τις | κάμψεις |
κλητική | κάμψη | κάμψεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάμψη < αρχαία ελληνική κάμψις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάμψη θηλυκό
- το αποτέλεσμα ή η επενέργεια του κάμπτω
- (γενικότερα) λύγισμα:
- (ειδικότερα) του σώματος ή μέλους του
- (ειδικότερα) (φυσική) καμπύλωση ή παραμόρφωση αντικειμένου με επίμηκες σχήμα, ως αποτέλεσμα επίδρασης κάθετων δυνάμεων ή ροπών πάνω σε αυτό
- μείωση της δύναμης ή της έντασης με την οποία επιτελείται μια λειτουργία ή χαρακτηρίζεται μια διαδικασία, ένα γεγονός, φαινόμενο κ.ο.κ.· υποχώρηση
- ※ Δυστυχώς το ταπαιπωρημένο του κορμί αρχίζει να δείχνει σημεία κάμψης. (Έλλη Αλεξίου (1964) Ταράς Σεβτσένκο [δοκίμιο])
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κάμψη στη Βικιπαίδεια
(στη φυσική)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «κάμψη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.