κάναβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καναβός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάναβος οι κάναβοι
      γενική του κανάβου
κάναβου
των κανάβων
    αιτιατική τον κάναβο τους κανάβους
κάναβους
     κλητική κάναβε κάναβοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάναβος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κάν(ν)αβος (αρχαία σημασία: σχέδιο ανθρώπινου σώματος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈka.na.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐να‐βος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάναβος αρσενικό και κάνναβος

  • (αρχιτεκτονική) το νοητό πλέγμα από τελείες ή ευθύγραμμα τμήματα το οποίο βρίσκεται σχεδιασμένο πάνω σε υλικό που προορίζεται για σχεδιασμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰνᾰβο-
ονομαστική κάναβος οἱ κάναβοι
      γενική τοῦ κανάβου τῶν κανάβων
      δοτική τῷ κανάβ τοῖς κανάβοις
    αιτιατική τὸν κάναβον τοὺς κανάβους
     κλητική ! κάναβε κάναβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανάβω
γεν-δοτ τοῖν  κανάβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάναβος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάναβος αρσενικό και κάνναβος

  1. σχέδιο ανθρώπινου σώματος
  2. (ελληνιστική σημασία) ξύλινος σκελετός στον οποίο πλάθονταν το πρόπλασμα

Πηγές[επεξεργασία]