κάνεον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰνεο-, κᾰνου-
ονομαστική τὸ κάνεον > κανοῦν τὰ κάνε   > καν
      γενική τοῦ κανέου > κανοῦ τῶν κανέων > κανῶν
      δοτική τῷ κανέ   > καν τοῖς κανέοις > κανοῖς
    αιτιατική τὸ κάνεον > κανοῦν τὰ κάνε   > καν
     κλητική ! κάνεον > κανοῦν κάνε   > καν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανέω   > κανώ
γεν-δοτ τοῖν  κανέοιν   > κανοῖν
2η κλίση, ομάδα 'κάνεον κανοῦν', Κατηγορία 'κάνεον' όπως «κάνεον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάνεον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάνεον ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]