κάνθαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κάνθαρος | οι | κάνθαροι |
γενική | του | κάνθαρου & κανθάρου |
των | κάνθαρων & κανθάρων |
αιτιατική | τον | κάνθαρο | τους | κάνθαρους & κανθάρους |
κλητική | κάνθαρε | κάνθαροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάνθαρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάνθαρος (σκαθάρι)
- αρχαιολογικός όρος < ελληνιστική σημασία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈkan.θa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάν‐θα‐ρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάνθαρος αρσενικό
- (λόγιο, έντομο) (Scarabaeus pilularius) σκαθάρι
- (αρχαιολογία, κεραμική, λόγιο) αρχαίο αγγείο πόσης και σπονδής με δύο υπερυψωμένες κατακόρυφες λαβές, χαρακτηριστικό αγγείο του θεού Διονύσου, αλλά και χθόνιων θεών και ηρώων.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κάνθαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κάνθαρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κάνθαρος | οἱ | κάνθαροι |
γενική | τοῦ | κανθάρου | τῶν | κανθάρων |
δοτική | τῷ | κανθάρῳ | τοῖς | κανθάροις |
αιτιατική | τὸν | κάνθαρον | τοὺς | κανθάρους |
κλητική ὦ! | κάνθαρε | κάνθαροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κανθάρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κανθάροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάνθαρος < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ λατινικά: cantharus, → νέα ελληνικά: σκαθάρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάνθαρος, -ου αρσενικό
- (έντομο) σκαθάρι (Scarabaeus pilularius)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 176 (174-176)
- ὦ μηχανοποιέ, πρόσεχε τὸν νοῦν, ὡς ἐμὲ | ἤδη στρέφει τι πνεῦμα περὶ τὸν ὀμφαλόν, | κεἰ μὴ φυλάξεις, χορτάσω τὸν κάνθαρον.
- Μηχανικέ, το νου σου· κάτι αέρια | στριφογυρνούν εδώ στον αφαλό μου· | πρόσεξε μη χορτάσω το σκαθάρι.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ὦ μηχανοποιέ, πρόσεχε τὸν νοῦν, ὡς ἐμὲ | ἤδη στρέφει τι πνεῦμα περὶ τὸν ὀμφαλόν, | κεἰ μὴ φυλάξεις, χορτάσω τὸν κάνθαρον.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων, 147.1 @scaife.perseus
- Λέγεται καὶ τοὺς γῦπας ὑπὸ τῆς τῶν μύρων ὀσμῆς ἀποθνήσκειν, ἐάν τις αὐτοὺς χρίσῃ ἢ δῷ τι μεμυρισμένον φαγεῖν. Ὠσαύτως δὲ καὶ τούς κανθάρους ὑπὸ τῆς τῶν ῥόδων ὀσμῆς.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 5, 19 @scaife.perseus
- Οἱ δὲ κάνθαροι ἣν κυλίουσι κόπρον, ἐν ταύτῃ φωλεύουσί τε τὸν χειμῶνα καὶ ἐντίκτουσι σκωλήκια, ἐξ ὧν γίνονται κάνθαροι.
- ≈ συνώνυμα: βύλαρος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 176 (174-176)
- σημάδι όμοιο με σκαθάρι, κάτω από τη γλώσσα του Αιγυπτίου θεού Άπις
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 28.3
- ἔχει δὲ ὁ μόσχος οὗτος ὁ Ἆπις καλεόμενος σημήια τοιάδε, ἐὼν μέλας ἐπὶ μὲν τῷ μετώπῳ λευκόν τετράγωνον, ἐπὶ δὲ τοῦ νώτου αἰετὸν εἰκασμένον, ἐν δὲ τῇ οὐρῇ τὰς τρίχας διπλάς, ὑπὸ δὲ τῇ γλώσσῃ κάνθαρον.
- Έχει ωστόσο τούτο το μοσχαράκι που λέγεται Άπις τα εξής σημάδια: είναι μαύρο, έχει στο μέτωπό του άσπρο τετράγωνο, στη ράχη του έχει την εικόνα του αετού, διπλές τις τρίχες στην ουρά, και κάτω από τη γλώσσα έναν κάνθαρο.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἔχει δὲ ὁ μόσχος οὗτος ὁ Ἆπις καλεόμενος σημήια τοιάδε, ἐὼν μέλας ἐπὶ μὲν τῷ μετώπῳ λευκόν τετράγωνον, ἐπὶ δὲ τοῦ νώτου αἰετὸν εἰκασμένον, ἐν δὲ τῇ οὐρῇ τὰς τρίχας διπλάς, ὑπὸ δὲ τῇ γλώσσῃ κάνθαρον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 28.3
- είδος πλοιαρίου της Νάξου
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 143 (142-143)
- [ΤΡ.] ἐπίτηδες εἶχον πηδάλιον, ᾧ χρήσομαι· | τὸ δὲ πλοῖον ἔσται Ναξιουργὴς κάνθαρος.
- [ΤΡΥ.] Έχω γι᾽ αυτό κατάλληλο τιμόνι· | μ᾽ αυτό κάνεις καράβι το σκαθάρι.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- [ΤΡ.] ἐπίτηδες εἶχον πηδάλιον, ᾧ χρήσομαι· | τὸ δὲ πλοῖον ἔσται Ναξιουργὴς κάνθαρος.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 143 (142-143)
- (ιχθυολογία) είδος ψαριού (Cantharus lineatus)
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 13 @scaife.perseus
- Εἰσὶ δὲ πρόσγειοι σινώδων, κάνθαρος, ὀρφός, χρύσοφρυς, κεστρεύς, τρίγλη, κίχλη, δράκων, καλλιώνυμος, κωβιὸς καὶ τὰ πετραῖα πάντα·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 8, 13 @scaife.perseus
- είδος μικρού αγγείου με χαμηλή βάση και μεγάλες λαβές που χρησιμοποιούνταν ως ποτήρι
- (κόσμημα) γυναικείο κόσμημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κάνθαρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάνθαρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Κεραμική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Έντομα (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Ιχθυολογία (αρχαία ελληνικά)
- Κοσμήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)