κάννη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάννη | οι | κάννες |
γενική | της | κάννης | των | καννών |
αιτιατική | την | κάννη | τις | κάννες |
κλητική | κάννη | κάννες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάννη < αρχαία ελληνική κάννη / κάννα (καλάμι) < ακκαδική 𒄀 (qanû: καλάμι) < σουμεριακή 𒄀𒈾 (gi.na) (σημασιολογικό δάνειο) ιταλική canna
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάννη θηλυκό
- το κυλινδρικό τμήμα ενός πυροβόλου όπλου από το οποίο εξέρχεται το βλήμα
[επεξεργασία]
- βραχύκαννος
- δίκαννος
- δίκαννο
- κοντόκαννος
- μακρύκαννος
- μονόκαννος
- → δείτε τις λέξεις κανάλι, κανάτι, κανέλα, κανελόνι, κανόνι και κάνουλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάννη
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | κάννη | κάννα | κάνναι |
Γενική | κάννης | κάνναιν | καννῶν |
Δοτική | κάννῃ | κάνναιν | κάνναις |
Αιτιατική | κάννην | κάννα | κάννας |
Κλητική | κάννη | κάννα | κάνναι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάννη < ακκαδική 𒄀 (qanû: καλάμι) < σουμεριακή 𒄀𒈾 (gi.na) (πιθανώς όμως η λέξη κάννα να είναι προελληνική)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάννη θηλυκό
- άλλη μορφή του κάννα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ακκαδικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σουμεριακά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ακκαδικά (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σουμεριακά (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)