κάνω τον Κινέζο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]κάνω τον Κινέζο
- (σκωπτικό) προσποιούμαι ότι δε γνωρίζω, ότι δεν καταλαβαίνω, παριστάνω τον ανήξερο
- άλλες μορφές: σε όλους τους κλιτικούς τύπους του ρήματος
- ※ Τώρα πλάκα του έκανε; Έκανε τον Κινέζο; Δεν ήξερε πως ήταν παροπλισμένος τόσα χρόνια; (Τιτίνα Δανέλλη, Τα τέσσερα μπαστούνια, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011, [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] 'δέν καταλαβαίνω' με εθνικό όνομα όπως ο Κινέζος
|