κάπνα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάπνα | οι | κάπνες |
| γενική | της | κάπνας | — | |
| αιτιατική | την | κάπνα | τις | κάπνες |
| κλητική | κάπνα | κάπνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάπνα < (αναδρομικός σχηματισμός) καπν(ίζω) + -α[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈka.pna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐πνα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάπνα θηλυκό
- η καπνιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάπνα
|
→ δείτε τη λέξη καπνιά |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κάπνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)