κάπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάπο, Κάπο

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάπος οι κάποι
      γενική του κάπου των κάπων
    αιτιατική τον κάπο τους κάπους
     κλητική κάπε κάποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάπος < (άμεσο δάνειο) βενετική , (άμεσο δάνειο) ιταλική capo[1]. Δείτε και καπετάνιος.

Ουσιαστικό

κάπος αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) ο επικεφαλής (στρατιωτών), επί τουρκοκρατίας ο κλέφτης που έστηνε σε περάσματα ενέδρα για ληστεία
    • Οι Κάποι ήταν αγροφύλακες με αυξημένες εξουσίες (Σωφρονάς, Αντώνιος Γ. "Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και οι κάποι Σαχλαίοι." περιοδικό Ακοβίτικα Νέα pdf Μάρτιος 2005 πρόσβαση:2019.03.22.)
    • Θεόδωρος Κολοκοτρώνης [...] Λίγο μετά και σε ηλικία 15 ετών διορίσθηκε κάπος στην επαρχία Λεονταρίου. (arcadia.ceid.upatras πρόσβαση:2019.03.22.)
  2. καπετάνιος, αρχηγός
    • -Κι ἀπέ, τὸ θρύλο νὰ σοῦ πῶ ποὺ μοῦ ῾πε μαῦρος κάπος / τὴ νύχτα ποὺ μᾶς ἔγλειφε φωτιὰ στὸ Μαρακές. (Νίκος Καββαδίας, Μουσώνας)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Κοροσίδου-Καρρά, Ερμιόνη. 2003. Τα Ρομανικά (Ιταλικά - Γαλλικά) δάνεια στο σύγχρονο ιδίωμα της Ζακύνθου. Διδακτορική διατριβή pdf@ikee.lib.auth.gr



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κάπος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κάπος αρσενικό

Άλλες μορφές

Δείτε επίσης

Πηγές