κάπταιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάπταιν < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική captain
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάπταιν αρσενικό άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάπταιν
|