κάρτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάρτα | οι | κάρτες |
γενική | της | κάρτας | των | καρτών |
αιτιατική | την | κάρτα | τις | κάρτες |
κλητική | κάρτα | κάρτες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάρτα < ιταλική carta < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάρτα θηλυκό
- αντικείμενο από σκληρό συνήθως χαρτί ή πλαστικό, παραλληλόγραμμου σχήματος και μικρού μεγέθους· μπορεί να αναγράφει πληροφορίες χρήσιμες για τον κάτοχο ή να του δίνει ορισμένα δικαιώματα
- παίζαμε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι και μοιραστήκαμε τις κάρτες με τις ερωτήσεις
- κάρτα απεριορίστων διαδρομών
- κάρτα μέλους
- αντικείμενο από σκληρό συνήθως χαρτί, παραλληλόγραμμου σχήματος, που φέρει κάποια διακόσμηση και χώρο για να γραφεί ένα σύντομο μήνυμα· αποστέλλεται με το ταχυδρομείο χωρίς να είναι απαραίτητο να μπει μέσα σε φάκελο
- ο Ηλίας μας έστειλε μια κάρτα από το Μεξικό με μια φωτογραφία του Ζαπάτα
- ευχετήρια κάρτα
- χριστουγεννιάτικη κάρτα
- αντικείμενο από σκληρό πλαστικό, παραλληλόγραμμου σχήματος, που χρησιμοποιείται από τον φέροντα στις συναλλαγές του αντί μετρητών ή για την ανάληψη χρημάτων από ATM
- πιστωτική κάρτα, χρεωστική κάρτα
- κόκκινη κάρτα: (στο ποδόσφαιρο) αυτό που δείχνει ο διαιτητής σε έναν παίκτη όταν τον αποβάλλει από τον αγώνα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)