κάρφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάρφος οι κάρφοι
      γενική του κάρφου των κάρφων
    αιτιατική τον κάρφο τους κάρφους
     κλητική κάρφε κάρφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάρφος < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάρφος ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κάρφος τὰ κάρφη - κάρφε
      γενική τοῦ κάρφους - κάρφεος τῶν καρφῶν - καρφέων
      δοτική τῷ κάρφει - κάρφεῐ̈ τοῖς κάρφεσ(ν)
    αιτιατική τὸ κάρφος τὰ κάρφη - κάρφεα
     κλητική ! κάρφος κάρφη - κάρφεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάρφει - κάρφεε
γεν-δοτ τοῖν  καρφοῖν - καρφέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

κάρφος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάρφος, -εος/ου ουδέτερο

  1. ξερό κλαδί, καλάμι, κομματάκι ξύλου
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Καινή Διαθήκη, Κατά Ματθαίον, 7, 3-5
    τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, Ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου· καὶ ἰδού, ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σοῦ; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου.
  2. υλικά (όπως ξερά κλαδάκια, κομματάκια ξύλου, τρίχες από ζώα) με τα οποία τα πουλιά κατασκευάζουν τις φωλιές τους
  3. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη κάρφη τα ξερά ξύλα της κανέλας

Συγγενικά[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

κάρφος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάρφος ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη καρπός

Πηγές[επεξεργασία]