κάσια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάσια < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassa

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάσια θηλυκό (κυπριακά)

  1. το κουτί
    τα πουλούμε με την κάσια (τα πουλάμε με το κουτί)
  2. η καρότσα
  3. Σκόνη υδατοδιαλυτή που χρησιμοποιείται σε διακοσμητικές κατασκευές προκειμένου να σκουρήνει το χρώμα του ξύλου. Χρειάζεται προσοχή κατά τη διάλυσή της η οποία πρέπει να γίνει σε ζεστό νερό.
  4. (φυτό) Cassia angustifolia, Senna alexandrina, καθαρτικά φύλλα Αιγύπτου για την δυσκοιλιότητα με χρυσοφαινικό οξύ
    (Senna alexandrina είναι το επίσημο όνομα μα υπάρχουν πολλά εναλλακτικά ταυτόσημα ονόματα
    στα αρχαία ελληνικά λέγεται κάσια, η λατινική μεταγραφή είναι κασσία)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]