κάσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάσια < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassa
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάσια θηλυκό (κυπριακά)
- το κουτί
- τα πουλούμε με την κάσια (τα πουλάμε με το κουτί)
- η καρότσα
- Σκόνη υδατοδιαλυτή που χρησιμοποιείται σε διακοσμητικές κατασκευές προκειμένου να σκουρήνει το χρώμα του ξύλου. Χρειάζεται προσοχή κατά τη διάλυσή της η οποία πρέπει να γίνει σε ζεστό νερό.
- (φυτό) Cassia angustifolia, Senna alexandrina, καθαρτικά φύλλα Αιγύπτου για την δυσκοιλιότητα με χρυσοφαινικό οξύ
- (Senna alexandrina είναι το επίσημο όνομα μα υπάρχουν πολλά εναλλακτικά ταυτόσημα ονόματα
- στα αρχαία ελληνικά λέγεται κάσια, η λατινική μεταγραφή είναι κασσία)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κάσια στη Βικιπαίδεια