κάσσυμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κάσσυμᾰ τὰ κασσύμᾰτ
      γενική τοῦ κασσύμᾰτος τῶν κασσυμᾰ́των
      δοτική τῷ κασσύμᾰτ τοῖς κασσύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κάσσυμᾰ τὰ κασσύμᾰτ
     κλητική ! κάσσυμᾰ κασσύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κασσύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κασσυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάσσυμα < κασσύω (συρράπτω), κασσυ- + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάσσυμα ουδέτερο

  1. κάτι που σέρνεται, όπως η σόλα παπουτσιού
  2. (υπόδηση) είδος υποδήματος
  3. (ελληνιστική σημασία , μεταφορικά, για μουσική) μουσικό μπάλωμα χαρακτηρισμός κακής μουσικής με παραλλαγές
    → δείτε παράθεμα στο κάττυμα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]