κάστινγκ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάστινγκ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική casting
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈka.stiŋg/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐στινγκ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάστινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, μόντελινγκ) η διαδικασία επιλογής ατόμων για να συμμετάσχουν σε τηλεοπτική σειρά, κινηματογραφική ταινία, μουσική ή θεατρική παράσταση κ.ά.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- κάστινγκ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)