κάτσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κάτσω και καθίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κάθομαι
- θα κάτσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κάθομαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
κάτσω και καθίσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθίζω
- θα κάτσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθίζω