κάφρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κάφρος | οι | κάφροι |
γενική | του | κάφρου | των | κάφρων |
αιτιατική | τον | κάφρο | τους | κάφρους |
κλητική | κάφρε | κάφροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάφρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική cafro < αγγλική kaffir / kaffer < αραβική كفار (kaffār: άπιστος) < كفر (kafara: απιστώ) < ρίζα ك ف ر (k-f-r)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάφρος αρσενικό
- κάποιος που δρα χωρίς να λαμβάνει υπ' όψη του τα συναισθήματα ή/και την ενόχληση των άλλων
- ο κάφρος είπε ότι θα με περίμενε στη στάση του λεωφορείου αλλά τελικά πήγε για καφέ
- μου πήρε 10 ευρώ για να με βοηθήσει με την άσκηση του σχολείου! Πολύ κάφρος!
- στο φουαγιέ έχει πινακίδες που απαγορεύουν το κάπνισμα αλλά οι κάφροι τις έχουν γραμμένες στα παλιότερα των υποδημάτων τους
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Το ουσιαστικό είναι αρσενικού γένους, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς άρθρο ως προσδιορισμός και για γυναίκες
- Αυτή η γυναίκα είναι κάφρος.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κάφρος
→ δείτε τις λέξεις άξεστος, απολίτιστος και αφιλότιμος |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)