κάψωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάψωμα | τα | καψώματα |
γενική | του | καψώματος | των | καψωμάτων |
αιτιατική | το | κάψωμα | τα | καψώματα |
κλητική | κάψωμα | καψώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάψωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καψώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κάψωμα
|