κέκτημαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέκτημαι < αρχαία ελληνική κέκτημαι, παρακείμενος του κτάομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
κέκτημαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κέκτημαι
|