κέλητας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κέλητας | οι | κέλητες |
γενική | του | κέλητα | των | κελήτων |
αιτιατική | τον | κέλητα | τους | κέλητες |
κλητική | κέλητα | κέλητες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέλητας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέλης από την αιτιατική ενικού «τὸν κέλητα»
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈce.li.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κέ‐λη‐τας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κέλητας αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κέλητας
|
Πηγές[επεξεργασία]
- κέλητας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)