Μετάβαση στο περιεχόμενο

κένταυρος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Κένταυρος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κένταυρος οι κένταυροι
      γενική του κένταυρου
& κενταύρου
των κένταυρων
& κενταύρων
    αιτιατική τον κένταυρο τους κένταυρους
& κενταύρους
     κλητική κένταυρε κένταυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κένταυρος < αρχαία ελληνική κένταυρος
απεικόνιση κενταύρου σε μωσαϊκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κένταυρος αρσενικό

  1. μυθικό ον με πόδια αλόγου και σώμα ανθρώπου
  2. (αστρονομία) αστεροειδής με τροχιά μεταξύ του Δία και του Ποσειδώνα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]