κένταυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κένταυρος | οι | κένταυροι |
γενική | του | κένταυρου & κενταύρου |
των | κένταυρων & κενταύρων |
αιτιατική | τον | κένταυρο | τους | κένταυρους & κενταύρους |
κλητική | κένταυρε | κένταυροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κένταυρος < αρχαία ελληνική κένταυρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κένταυρος αρσενικό
- μυθικό ον με πόδια αλόγου και σώμα ανθρώπου
- (αστρονομία) αστεροειδής με τροχιά μεταξύ του Δία και του Ποσειδώνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κένταυρος
|