κέρατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κέρατο | τα | κέρατα |
γενική | του | κέρατου | των | κέρατων |
αιτιατική | το | κέρατο | τα | κέρατα |
κλητική | κέρατο | κέρατα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέρατο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κέρατον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κέρας, από το θέμα του πληθυντικού κέρατ-α[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈce.ɾa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κέ‐ρα‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέρατο ουδέτερο
- σκληρή έκφυση που μεγαλώνει στο κεφάλι ορισμένων θηλαστικών, συνήθως σε ζευγάρι
- (μεταφορικά) η μοιχεία
- (μεταφορικά) εκνευριστικό αντικείμενο, εξόγκωμα ή άτομο
- ↪ βγήκε πάλι αυτό το κέρατο στο μάτι μου και με ενοχλούσε
- ↪ μου 'βαλε αυτό το κέρατο στο χολ και έκλεισε όλο το διάδρομο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- και στου βοδιού το κέρατο να κρυφτείς...
- κέρατο βερνικωμένο
- πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα
- το κέρατό μου, το κέρατό μου το τράγιο: ήπιας μορφής βρισιά σε περίπτωση εκνευρισμού
- τα κέρατά μου/του: πολύ μεγάλη ποσότητα από κάτι
- ↪ από την ώρα που ήρθε έχει πιει τα κέρατά του
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
και
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κέρατο
|
[επεξεργασία]
- ↑ κέρατο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)