κέρδος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κέρδος | κέρδη |
γενική | κέρδους | κερδών |
αιτιατική | κέρδος | κέρδη |
κλητική | κέρδος | κέρδη |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέρδος < αρχαία ελληνική κέρδος < (κατά Robert S. P. Beekes) πρωτοϊνδοευρωπαϊκά: *kerd- («τέχνη, χειροτεχνία») και συγγενές του παλαιοϊρλανδικού cerd («τέχνη, χειροτεχνία· δεξιότητα»)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κέρδος ουδέτερο
- (οικονομία): η θετική διαφορά μεταξύ εσόδου και εξόδου σε επιχειρηματική ή άλλου είδους οικονομική δραστηριότητα
- όφελος, θετικό αποτέλεσμα που έχει μια κίνηση ή μια ενέργεια προς συμφέρον κάποιου
- αυτό που κερδίζει κανείς
- όφελος, ωφέλεια
«δισσῶν γὰρ τούτων ἕνεκα πάντες πάντα πράττουσιν, ἢ κέρδος τι μετιόντες ἢ ζημίαν φεύγοντες» Γοργίας «Υπέρ Παλαμήδους απολογία» § 19
- Δῆλον γὰρ ὅτι πάντες κέρδους ἕνεκ᾽ ἀδικοῦσιν s:Προς Ευθύνουν (Ισοκράτης)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- κερδομανής, κερδομανία
- κερδοσκοπία, κερδοσκοπικός, κερδοσκόπος, κερδοσκοπώ
- κερδοφορία, κερδοφόρος, κερδοφόρως
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κέρδος