κέρσορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κέρσορας οι κέρσορες
      γενική του κέρσορα των κερσόρων
    αιτιατική τον κέρσορα τους κέρσορες
     κλητική κέρσορα κέρσορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέρσορας < αγγλική cursor

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέρσορας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]