κήδευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κήδευση οι κηδεύσεις
      γενική της κήδευσης* των κηδεύσεων
    αιτιατική την κήδευση τις κηδεύσεις
     κλητική κήδευση κηδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κηδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κήδευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κήδευσις < αρχαία ελληνική κηδεύω < κῆδος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈci.ðef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κή‐δευ‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κήδευση θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • «κηδεύω (κήδευση)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)