κήλησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κύλλωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κήλησῐς αἱ κηλήσεις
      γενική τῆς κηλήσεως τῶν κηλήσεων
      δοτική τῇ κηλήσει ταῖς κηλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κήλησῐν τὰς κηλήσεις
     κλητική ! κήλησῐ κηλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηλήσει
γεν-δοτ τοῖν  κηλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κήλησις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κήλησις

  1. (κυριολεκτικά) γήτεμα, γοητεία, μαγεία
  2. (μεταφορικά) γήτεμα, γοητεία, μαγεία, που προέρχεται από την ευγλωττία

Πηγές[επεξεργασία]