κήρυξη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κήρυξη | οι | κηρύξεις |
| γενική | της | κήρυξης* | των | κηρύξεων |
| αιτιατική | την | κήρυξη | τις | κηρύξεις |
| κλητική | κήρυξη | κηρύξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κηρύξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κήρυξη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κήρυξη θηλυκό
- η ενέργεια του κηρύττω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κήρυξη