κίδαρις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κίδαρις

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κίδαρις < ελληνιστική κοινή κίδαρις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈci.ða.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κί‐δα‐ρις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κίδαρις θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κίδαρις < ελληνιστική κοινή κίδαρις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κίδαρις θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κίδαρῐς αἱ κιδάρεις
      γενική τῆς κιδάρεως τῶν κιδάρεων
      δοτική τῇ κιδάρει ταῖς κιδάρεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κίδαρῐν τὰς κιδάρεις
     κλητική ! κίδαρῐ κιδάρεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιδάρει
γεν-δοτ τοῖν  κιδαρέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κίδαρις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κίδαρις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. (ενδυμασία) τιάρα, σαρίκι, κάλυμμα κεφαλής Περσών βασιλέων
  2. (θρησκεία) τουρμπάνι Εβραίων ιεραρχών
    ※  ἀφέλετε τὰ ἱμάτια τὰ ρυπαρὰ ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ ἀφῄρηκα τὰς ἀνομίας σου, καὶ ἐνδύσατε αὐτὸν ποδήρη καὶ ἐπίθετε κίδαριν καθαρὰν ἐπὶ τήν κεφαλὴν αὐτοῦ. καί περιέβαλον αὐτὸν ἱμάτια καὶ ἐπέθηκαν κίδαριν καθαρὰν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου εἱστήκει (Ζαχαρίας, κεφ. Γ΄, 5, Παλαιά Διαθήκη, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα)
  3. (χορός) αρκαδικός χορός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]