Μετάβαση στο περιεχόμενο

καί

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: και

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kmt

Σύνδεσμος

[επεξεργασία]

καί

  1. και (συνδέει κατά παράταξη όμοιες προτάσεις ή όμοιους όρους πρότασης)
  2. και, επίσης (δηλώνει προσθήκη)
  3. ακόμη και (επιδοτικός)
  4. αν και (εναντιωματικός, πριν από μετοχές)