Μετάβαση στο περιεχόμενο

καίρια

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καίρια < καίριος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

καίρια

  1. την κατάλληλη στιγμή
  2. με κρίσιμη σημασία, καθοριστικά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

καίρια



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καίρια < καίριος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καίρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό