καίσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καίσιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική caesium < λατινική caesius (μπλε, λόγω των γαλάζιων λωρίδων του φάσματός του)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καίσιο και κέσιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στα αλκάλια, με ατομικό αριθμό 55, ατομικό βάρος 132,9054, θερμοκρασία τήξης 28,5 C°, θερμοκρασία βρασμού 678,4 C° και χημικό σύμβολο το Cs
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καίσιο | τα | καίσια |
γενική | του | καίσιου & καισίου |
των | καίσιων & καισίων |
αιτιατική | το | καίσιο | τα | καίσια |
κλητική | καίσιο | καίσια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- καίσιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)