καβάδιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καβάδιν < τοπωνύμιο Κάβαδα + -ιν

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καβάδιν ουδέτερο

  1. (ενδυμασία)
    1. μακρύ ρούχο για άνδρες ή γυναίκες
      ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 66 (66-69) @georgakas.lit.auth.gr
      τσάντσαλον εἶχε στούπινον, καβάδιν λερωμένον,
      κ’ ἐφόρει το μονάλλαγος χειμῶνα καλοκαίριν,
      καὶ τώρα, βλέπεις, γέγονε λαμπρὸς καὶ λουρικάτος,
      παραγεμιστοτράχηλος, μεταξοσφικτουράτος.
      Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
    2. ένδυμα για στρατιώτες ή αγρότες
    3. πολυτελές ένδυμα αξιωματούχων
  2. (μετωνυμία) αξίωμα