καβάλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- καβάλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καβάλα < βενετική cavala < μεσαιωνική λατινική caballa < λατινική caballus < γαλατική caballos
Επίρρημα[επεξεργασία]
καβάλα
- στη ράχη ενός ζώου (αλόγου, ημιόνου κ.λπ.)
- ↪ καβάλα προσκυνάνε, καβάλα παίρν' τ' αντίδωρο απ' του παπά το χέρι
- στη σέλα ποδηλάτου ή μοτοσυκλέτας
- επάνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο με τα δυο πόδια να κρέμονται από τις δυο πλευρές του
- ↪ καβάλα στο μαντρότοιχο
- (χυδαίο) σε συνουσία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καβάλα
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καβάλα | οι | καβάλες |
γενική | της | καβάλας | — | |
αιτιατική | την | καβάλα | τις | καβάλες |
κλητική | καβάλα | καβάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- καβάλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καβάλα < βενετική cavala < μεσαιωνική λατινική caballa < λατινική caballus < γαλατική caballos
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
καβάλα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (λαϊκότροπο) η ιππασία
- (συνεκδοχικά) το ιππικό
- (χυδαίο) η συνουσία
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 3[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καβάλα | οι | καβάλες |
γενική | της | καβάλας | — | |
αιτιατική | την | καβάλα | τις | καβάλες |
κλητική | καβάλα | καβάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- καβάλα < μεσαιωνική λατινική cabbala < εβραϊκή קבלה (kabalá)
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
καβάλα θηλυκό
- (θρησκεία, φιλοσοφία) άλλη μορφή του καβαλισμός
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καβαλισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καβάλα
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλατικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)