καβίλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβίλια οι καβίλιες
      γενική της καβίλιας
    αιτιατική την καβίλια τις καβίλιες
     κλητική καβίλια καβίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβίλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική caviglia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καβίλια θηλυκό

  1. γενική ονομασία κυλινδρικών εξαρτημάτων, συνήθως μικρών, που χρησιμοποιούνται για σταθεροποίηση τοποθετούμενα σε κατάλληλη τρύπα ή σε αντίστοιχες τρύπες δύο διαφορετικών εξαρτημάτων
     συνώνυμα: ξυλόκαρφο
  2. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ανοίγουν τρύπες σε πανιά ή δέρματα
     συνώνυμα: κέστρα, σουβλί

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]