καβαλάρισσα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καβαλάρισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη καβαλάρης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καβαλάρισσα
|
καβαλάρισσα θηλυκό
|