Μετάβαση στο περιεχόμενο

καβαλέτο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβαλέτο τα καβαλέτα
      γενική του καβαλέτου των καβαλέτων
    αιτιατική το καβαλέτο τα καβαλέτα
     κλητική καβαλέτο καβαλέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καβαλέτο < (άμεσο δάνειο) βενετική cavaletto
Kαβαλέτο με τελάρο ζωγραφισμένο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Καβαλέτο, κατασκευή στήριξης.

καβαλέτο ουδέτερο

  1. (ζωγραφική) τρίποδο που χρησιμοποιεί ένας ζωγράφος ως βάση υποστήριξης ενός τελάρου που ζωγραφίζει
  2. ξύλινη ή σιδερένια κατασκευή με τέσσερα πόδια τοποθετημένα ανά δύο που χρησιμοποιεί ένας τεχνίτης ως προσωρινή υπερυψωμένη βάση ενός αντικειμένου
      Ο ξυλουργός έβαλε το έπιπλο επάνω σε δύο καβαλέτα για να το βερνικώσει.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]