καβαλικευτά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβαλικευτά < καβαλικευτ(ός) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

καβαλικευτά

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]