καβαλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καβαλισμός οι καβαλισμοί
      γενική του καβαλισμού των καβαλισμών
    αιτιατική τον καβαλισμό τους καβαλισμούς
     κλητική καβαλισμέ καβαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβαλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική cabalisme < cabale + -isme < μεσαιωνική λατινική cabbala < εβραϊκή קבלה (kabalá)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.va.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐βα‐λι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καβαλισμός αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]