καβαλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καβαλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική cabalisme < cabale + -isme < μεσαιωνική λατινική cabbala < εβραϊκή קבלה (kabalá)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.va.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βα‐λι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καβαλισμός αρσενικό
- (θρησκεία, φιλοσοφία) μυστικιστικό ιουδαϊκό φιλοσοφικό σύστημα που αναπτύχθηκε κατά το Μεσαίωνα και βασιζόταν σε ένα διαφορετικό τρόπο ερμηνείας των Γραφών
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καβάλα / καββάλα
- καβαλιστής / καββαλιστής
- καβαλιστικά / καββαλιστικά
- καβαλιστικός / καββαλιστικός
- καβαλιστικώς / καββαλιστικώς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)