καβατίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβατίνα οι καβατίνες
      γενική της καβατίνας των καβατίνων
    αιτιατική την καβατίνα τις καβατίνες
     κλητική καβατίνα καβατίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβατίνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καβατίνα θηλυκό

  • μουσικό μέλος μικρής διάρκειας με το οποίο στο παλαιότερο μελόδραμα (όπερα) τελείωνε συνήθως ένα ρετσιτατίβο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]