Μετάβαση στο περιεχόμενο

καβγατζού

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβγατζού οι καβγατζούδες
      γενική της καβγατζούς των καβγατζούδων
    αιτιατική την καβγατζού τις καβγατζούδες
     κλητική καβγατζού καβγατζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καβγατζού < καβγατζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού (-τζού)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka..ɣaˈd͡zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καβγατζού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καβγατζού θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καβγατζής