καβοδεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καβοδεσία < καβοδέ(της) + -σία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καβοδεσία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καβοδεσία
|
καβοδεσία θηλυκό
|