καβουρίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καβουρίνα θηλυκό
- θηλυκός κάβουρας
- κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα πάει τσάρκα με ένα σπάρο στη Ραφήνα (λαϊκό τραγούδι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καβουρίνα
|