καβουρμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καβουρμάς οι καβουρμάδες
      γενική του καβουρμά των καβουρμάδων
    αιτιατική τον καβουρμά τους καβουρμάδες
     κλητική καβουρμά καβουρμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβουρμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kavurma +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καβουρμάς αρσενικό

  1. (γαστρονομία) χοιρινό κρέας (σπάλα, στήθος, πλευρά), τεμαχισμένο σε μικρά κομμάτια, τσιγαρισμένο σε πολύ σιγανή φωτιά, το οποίο διατηρείται μέσα σε λίπος
  2. (γαστρονομία) κρέας τηγανισμένο με βούτυρο και κρεμμύδι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]