καβουρντιστήρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβουρντιστήρι τα καβουρντιστήρια
      γενική του καβουρντιστηριού των καβουρντιστηριών
    αιτιατική το καβουρντιστήρι τα καβουρντιστήρια
     κλητική καβουρντιστήρι καβουρντιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβουρντιστήρι < καβουρντισ- (καβουρντίζω) + -τήρι < τουρκική kavurmak

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καβουρντιστήρι ουδέτερο

  1. μηχάνημα για το καβούρντισμα του καφέ
  2. (μεταφορικά) (οικείο) παλιό και αναξιόπιστο μηχάνημα (π.χ. αυτοκίνητο, ρολόι κ.ά.)
  3. (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) εκνευριστικές υποδείξεις ή παρατηρήσεις που επαναλαμβάνονται

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]