καβούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καβούνι | τα | καβούνια |
γενική | του | καβουνιού | των | καβουνιών |
αιτιατική | το | καβούνι | τα | καβούνια |
κλητική | καβούνι | καβούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καβούνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kavun + -ι < παλαιά τουρκική ? (kaguŋ, kabuŋ, πεπόνι) < πρωτοτουρκική *kāgun
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καβούνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, φρούτο) το πεπόνι
- άλλες μορφές: καούνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καβούνι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσα γραφή (παλαιά τουρκικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Φρούτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)