καβούρντισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καβούρντισμα < καβουρντισ- (καβουρντίζω) + -μα < τουρκική kavurmak
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καβούρντισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καβουρντίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καβουρντίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καβούρντισμα
|