καγιάκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καγιάκ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καγιάκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική kayak < γλώσσα του δυτικού Καναδα ινουκτιτούτ ᖃᔭᖅ (qajaq)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καγιάκ ουδέτερο άκλιτο

  • μικρό σκάφος με θέσεις για έναν ή δύο κωπηλάτες οι οποίοι κωπηλατούν καθιστοί με διπλό κουπί

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]