καγιανάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καγιανάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaygana < περσική خاگینه (khâgine, "ομελέτα")
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ʝaˈnas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐για‐νάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καγιανάς αρσενικό
- (γαστρονομία) ομελέτα με χτυπημένα αβγά μαγειρεμένα σε σάλτσα ντομάτας
- Δεν πετάμε τίποτα. Ούτε τη χωριάτικη, εννοείται, την οποία μεταποιούμε σε νοστιμότατο καγιανά. (*)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- στραπατσάδα
- σφουγγάτο
- στα ποντιακά: φούστουρον ή φούστορον ή φούστρον
Πηγές
[επεξεργασία]- καγιανάς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- καγιανάς - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)