καγιανάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καγιανάς οι καγιανάδες
      γενική του καγιανά των καγιανάδων
    αιτιατική τον καγιανά τους καγιανάδες
     κλητική καγιανά καγιανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καγιανάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kaygana < περσική خاگینه (khâgine, "ομελέτα")

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καγιανάς αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]