καγκελάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καγκελάκι τα καγκελάκια
      γενική
    αιτιατική το καγκελάκι τα καγκελάκια
     κλητική καγκελάκι καγκελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καγκελάκι < κάγκελ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Καγκελάκι σε σκάλα.
Το σύμβολο για την αναπαράσταση της λέξης αριθμός, αριθμητικό σήμα, αριθμητικό σύμβολο, καγκελάκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καγκελάκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) μικρό κάγκελο
    ※  Ο τάφος της δεν είναι μαρμάρινος, είναι ένας σταυρός ξαπλωμένος στο χώμα και το χαλίκι, μ' ένα καγκελάκι γύρω-γύρω και μια μικρή στήλη στην κορυφή του, που περιέχει ένα σβηστό καντηλάκι και τίποτ' άλλο. (Θοδωρής Γεωργακόπουλος, Φεβρουάριος, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012 books.google)
  2. (πληροφορική) το σύμβολο # → δείτε τη λέξη αριθμόσημο (καταχρηστικά και ως δίεση)
    ※  Τα hashtags είναι τα “καγκελάκια” στο πληκτρολόγιό σας και πιο συγκεκριμένα εμφανίζονται πατώντας το κουμπί #. #:: (Τι είναι τα hashtags και πώς τα χρησιμοποιούμε στις δημοσιεύσεις μας; 13 Ιουνίου 2017, netfocus.gr)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κάγκελο